- αμνήστευτος
- -η, -οαυτός που δεν αρραβωνιάστηκε: Τότε ήταν ακόμη αμνήστευτοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμνήστευτος — unwooed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνήστευτος — (I) η, ο (Α ἀμνήστευτος, ον) [μνηστεύω] νεοελλ. αυτός που ακόμη δεν μνηστεύθηκε, δεν αρραβωνιάστηκε αρχ. (για γυναίκα) αυτή που δεν έγινε νόμιμη σύζυγος, η παλλακίδα. (II) η, ο αυτός που δεν του δόθηκε αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αμνηστευτός <… … Dictionary of Greek
ἀμνηστεύτοις — ἀμνήστευτος unwooed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνηστεύτῳ — ἀμνήστευτος unwooed fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνήστευτον — ἀμνήστευτος unwooed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] … Dictionary of Greek
αμνηστεύω — 1. ενεργ. δίνω αμνηστία, συγχωρώ για το αδίκημα που διαπράχθηκε 2. παθ. μού δίνεται αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμνηστος. ΠΑΡ. αμνήστευτος νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος] … Dictionary of Greek